Το Lost Planet είναι ένα από εκείνα τα franchises, ο ακριβής λόγος για τη δημιουργία των οποίων διαφεύγει των περισσοτέρων. Μετά τον πρώτο τίτλο, η Capcom αποφάσισε τη δημιουργία ενόςsequel ριζικά διαφορετικού, το οποίο εν τέλει δεν κατάφερε να δημιουργήσει μεγαλύτερο αντίκτυπο από τον προκάτοχό του. Αυτό όμως δε φαίνεται να προβλημάτισε ιδιαίτερα, με το Lost Planet 3 να αποτελεί το τελευταίο (μέχρι στιγμής) κεφάλαιο του -όχι και τόσο δημοφιλούς- franchise, αυτή τη φορά με τη Capcom να αναθέτει την ανάπτυξη στην Spark Unlimited. Βέβαια, η ανάθεση ενός ήδη υπάρχοντος IP σε μια μικρότερη ομάδα έχει αποφέρει θετικά αποτελέσματα στο παρελθόν (βλ. Dead Rising 2), από την άλλη όμως, το Lost Planet είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία. Είναι άραγε εφικτό ένα franchise να πάρει νέα πνοή μέσα από μια διαφορετική, «φρέσκια» ματιά; Ή μήπως τελικά κάποια πράγματα είναι καλύτερο να μένουν ως έχουν;
Το Lost Planet 3 ουσιαστικά αποτελεί ένα prequel, στον παγωμένο E.D.N. III, ακολουθώντας την ιστορία του Jim Peyton, ενός μηχανικού που αποφασίζει να μεταβεί στον παγωμένο πλανήτη και να βοηθήσει στην προσπάθεια της NEVEC για την ανεύρεση πηγών ενέργειας αλλά και την δημιουργία της αποικίας που θα στεγάσει την προσπάθεια αυτή. Όλα αυτά βέβαια, με το αζημίωτο, αφού ο μόνος λόγος που ο ήρωας μας ανέλαβε τη δουλειά αυτή είναι η οικονομική βοήθεια στην σύζυγο, η οποία έχει μείνει πίσω στη Γη για να μεγαλώσει το νεογέννητο παιδί τους. Η αλήθεια είναι πως παρά το κλισέ υπόβαθρο και τα σεναριακά στοιχεία που έχουν υιοθετηθεί από την ομάδα ανάπτυξης και πάντα θυμίζουν κάτι που έχουμε ξαναδεί, ο τίτλος δεν «πέφτει» σε πολλά σεναριακά στερεότυπα, καταφέρνοντας να διηγηθεί μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία, ακόμα και αν οι πρώτες ώρες μάλλον κουράζουν με την (ιδιαίτερα) αργή πρόοδο. Με πρωταγωνιστή τον Jim (και την εκπληκτική του ομοιότητα στο Nicolas Cage), λοιπόν, θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στον E.D.N. III, εξερευνώντας τα αφιλόξενα εδάφη του, διορθώνοντας ότι χρειάζεται επιδιόρθωση και σκοτώνοντας οτιδήποτε βρεθεί στο δρόμο μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το Lost Planet 3 είναι ένας “open-world” τίτλος, με την αποικία Coronis να λειτουργεί ως ορμητήριο για την εκάστοτε αποστολή που αναλαμβάνουμε. Η φύση των αποστολών σε καμία περίπτωση δεν κερδίζει πόντους για πρωτοτυπία, αφού σπανίως θα μας ζητηθεί να κάνουμε κάτι διαφορετικό από ότι έχουμε ξαναδεί δεκάδες φορές σε παρόμοιους τίτλους - με ένα waypoint marker μάλιστα το οποίο μάλλον χρειάζεται… οδηγίες. Από εκεί και μετά, έχοντας τη δυνατότητα ελεύθερης περιήγησης σε συγκεκριμένες περιοχές (γι’αυτό και τα εισαγωγικά στο “open-world”) το backtracking είναι εγγυημένο, ενώ το γεγονός ότι οι περιοχές δεν έχουν σημαντικές διαφορές η μία με την άλλη, σημαίνει πως η διαδικασία γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον της. Τι θα πρέπει να περιμένουμε λοιπόν;Αποστολές που μας ζητάνε να πάμε στο σημείο Α, να μαζέψουμε το αντικείμενο Β ή να διορθώσουμε το μηχάνημα Γ και να επιστρέψουμε στη βάση μας. Όλα αυτά θα γίνουν μέσω ενός συστήματος χειρισμού που έχει αλλάξει αρκετά σε σχέση με τους προηγούμενους τίτλους της σειράς, αφού πλέον ο Jim κινείται και πυροβολεί σαν ένας τυπικός ήρωας ενός 3rd person shooter, αν όχι λίγο πιο αργός από τους «συναδέρφους» του (με το χαρακτηριστικό αργό sprint το οποίο έχει γίνει κάτι σαν σήμα κατατεθέν της σειράς).
Τους μηχανισμούς αυτούς έρχεται να συμπληρώσει και ένα βασικό σύστημα cover το οποίο δε χρησιμεύει παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του campaign, ενώ τα όπλα που ο πρωταγωνιστής μας έχει στη διάθεσή του δε θα προκαλέσουν απολύτως καμία έκπληξη ούτε σαν ποικιλία, ούτε σαν αίσθηση. Οι εχθροί που θα αντιμετωπίσουμε κατά κύριο λόγο αποτελούνται από τα akrid, τη πανίδα του πλανήτη, με τη μικρή γκάμα διαφορετικών τύπων να κάνει τα shooting κομμάτια γρήγορα βαρετά και διαδικαστικά.
Η ομάδα ανάπτυξης προσπάθησε να «αλλάξει» λίγο τα πράγματα, εισάγοντας ορισμένα σημεία που θυμίζουν περισσότερο survival horror και δανείζονται πολλά στοιχεία από το Dead Space, ενώ οι επιρροές του τίτλου της Visceral Games είναι εμφανείς και σε πολλά άλλα σημεία, όπως το HUD και η στολή του Jim. Δυστυχώς, η προσπάθεια αυτή δεν καταφέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα αφήνοντας την αίσθηση της φτωχής αντιγραφής, ενώ η κατάσταση δε σώζεται ούτε και από τα boss battles, τα οποία δεν ξεφεύγουν από την ακολουθία ενός συγκεκριμένου μοτίβου που εν τέλει συνοψίζεται στην αποφυγή και την στόχευση στα «σημεία που φωτίζουν». Ένα ακόμη στοιχείο που η Spark Unlimited προσπάθησε να προσθέσει, καθιστώντας το μάλιστα και αρκετά σημαντικό κομμάτι του gameplay, είναι το Rig. Αυτό είναι το δίποδο mech που φροντίζει να προστατεύει τον Jim κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών του στα αφιλόξενα, παγωμένα εδάφη του E.D.N. III., χωρίς όμως να διαθέτει οπλισμό, αφού η βασική του λειτουργία είναι η εξόρυξη. Το Rig, όπως και ο εξοπλισμός του Jim, μπορούν να αναβαθμιστούν με τα κατάλληλα κομμάτια, ενώ η προσθήκη του σε ορισμένα boss fights, αν και δίνει μια ενδιαφέρουσα οπτική, μετατρέπει τη μάχη σε ένα qte, αφαιρώντας τον όποιο παράγοντα «πρόκληση».
Όσοι φτάσουν μέχρι τέλους στην περιπέτεια του Jim Peyton, ή αποφασίσουν πως χρειάζονται λίγο… ανταγωνισμό, μπορούν να δοκιμάσουν τις ικανότητες τους στο multiplayer κομμάτι. Εδώ ο τίτλος αλλάζει «πρόσωπο» και ενώ μπορεί σε γενικές γραμμές να προσφέρει την τυπική 3rd person shooter εμπειρία, υπάρχουν στοιχεία που θα κερδίσουν τον ενδιαφέρον των παικτών. Πέραν τον κλασσικών modes όπως το Team Deathmatch, τα modes με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ηCapture The Flag εκδοχή του τίτλου όπου το ρόλο της σημαίας αναλαμβάνει ένα τέρας, καθώς και το Akrid Survival, στο οποίο οι δύο ομάδες πολεμούν waves από Akrid και στη συνέχεια μεταξύ τους για τον έλεγχο ενός σημείου. Το σύστημα progression επιτρέπει την παραμετροποίηση, χωρίς όμως να «δένει» με ένα συγκεκριμένο class, αφήνοντας τους παίκτες να επικεντρωθούν στο ρόλο που αυτοί θέλουν ή να δημιουργήσουν ένα πιο ευέλικτο χαρακτήρα.
Για την ανάπτυξη του τίτλου, η Spark Unlimited άφησε πίσω της τη μηχανή γραφικών MT Framework 2.0 και χρησιμοποίησε την Unreal Engine 3, η οποία όμως δεν αξιοποιείται στο μέγιστο των δυνατοτήτων της. Το συνολικό αποτέλεσμα δίνει την εντύπωση πως η ομάδα ανάπτυξης θα μπορούσε να πετύχει πολύ περισσότερα, αφού τα textures και τα πολλά bugs φανερώνουν ακριβώς αυτό. Από την άλλη, ο ηχητικός τομέας του τίτλου κυμαίνεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, με όμορφα κομμάτια που συνοδεύουν τη δράση και πολύ καλό voice over των περισσότερων χαρακτήρων, με αποκορύφωμα αυτό του Jim Peyton, που πραγματικά ξεχωρίζει. Για την ακρίβεια, η ερμηνεία των χαρακτήρων είναι αυτή που αρκετές φορές θα δώσει το ενδιαφέρον για τη συνέχεια, συμβάλλοντας τα μέγιστα στα πρώτα βήματα, όπου η εξέλιξη της ιστορίας είναι ιδιαίτερα αργή.
Συγκρίνοντας το Lost Planet 3 με τους προηγούμενους τίτλους της σειράς, είναι εύκολο κανείς να διακρίνει την κατεύθυνση που ήθελε να ακολουθήσει η Spark Unlimited όσον αφορά τη συνέχεια της σειράς. Η εστίαση βρίσκεται αδιαμφισβήτητα στο single-player κομμάτι και την αφήγηση - και σε έναν μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει, ακόμη και αν αργεί αρκετά να φτάσει «στην ουσία». Η επιρροές από άλλους τίτλους ή ακόμα και ταινίες είναι εμφανείς, άλλες φορές λειτουργώντας θετικά, άλλες φορές πάλι όχι. Το πρόβλημα είναι ότι στη πορεία αυτή, η σειρά χάνει ένα μέρος από τη ταυτότητά της. Το Lost Planet 3 είναι ένας τίτλος που δε μπορεί να χαρακτηριστεί κακός, ούτε όμως μπορεί να προσφέρει κάτι ουσιαστικά διαφορετικό σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί του. Με λίγη περισσότερη προσοχή, θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά για τη σειρά. Δεδομένης της επιμονής της Capcom, ίσως στον επόμενο τίτλο δούμε κάτι τέτοιο.
πηγή : Κωνσταντίνος Καλκάνης by enternity.gr
Το Lost Planet 3 ουσιαστικά αποτελεί ένα prequel, στον παγωμένο E.D.N. III, ακολουθώντας την ιστορία του Jim Peyton, ενός μηχανικού που αποφασίζει να μεταβεί στον παγωμένο πλανήτη και να βοηθήσει στην προσπάθεια της NEVEC για την ανεύρεση πηγών ενέργειας αλλά και την δημιουργία της αποικίας που θα στεγάσει την προσπάθεια αυτή. Όλα αυτά βέβαια, με το αζημίωτο, αφού ο μόνος λόγος που ο ήρωας μας ανέλαβε τη δουλειά αυτή είναι η οικονομική βοήθεια στην σύζυγο, η οποία έχει μείνει πίσω στη Γη για να μεγαλώσει το νεογέννητο παιδί τους. Η αλήθεια είναι πως παρά το κλισέ υπόβαθρο και τα σεναριακά στοιχεία που έχουν υιοθετηθεί από την ομάδα ανάπτυξης και πάντα θυμίζουν κάτι που έχουμε ξαναδεί, ο τίτλος δεν «πέφτει» σε πολλά σεναριακά στερεότυπα, καταφέρνοντας να διηγηθεί μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία, ακόμα και αν οι πρώτες ώρες μάλλον κουράζουν με την (ιδιαίτερα) αργή πρόοδο. Με πρωταγωνιστή τον Jim (και την εκπληκτική του ομοιότητα στο Nicolas Cage), λοιπόν, θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στον E.D.N. III, εξερευνώντας τα αφιλόξενα εδάφη του, διορθώνοντας ότι χρειάζεται επιδιόρθωση και σκοτώνοντας οτιδήποτε βρεθεί στο δρόμο μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το Lost Planet 3 είναι ένας “open-world” τίτλος, με την αποικία Coronis να λειτουργεί ως ορμητήριο για την εκάστοτε αποστολή που αναλαμβάνουμε. Η φύση των αποστολών σε καμία περίπτωση δεν κερδίζει πόντους για πρωτοτυπία, αφού σπανίως θα μας ζητηθεί να κάνουμε κάτι διαφορετικό από ότι έχουμε ξαναδεί δεκάδες φορές σε παρόμοιους τίτλους - με ένα waypoint marker μάλιστα το οποίο μάλλον χρειάζεται… οδηγίες. Από εκεί και μετά, έχοντας τη δυνατότητα ελεύθερης περιήγησης σε συγκεκριμένες περιοχές (γι’αυτό και τα εισαγωγικά στο “open-world”) το backtracking είναι εγγυημένο, ενώ το γεγονός ότι οι περιοχές δεν έχουν σημαντικές διαφορές η μία με την άλλη, σημαίνει πως η διαδικασία γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον της. Τι θα πρέπει να περιμένουμε λοιπόν;Αποστολές που μας ζητάνε να πάμε στο σημείο Α, να μαζέψουμε το αντικείμενο Β ή να διορθώσουμε το μηχάνημα Γ και να επιστρέψουμε στη βάση μας. Όλα αυτά θα γίνουν μέσω ενός συστήματος χειρισμού που έχει αλλάξει αρκετά σε σχέση με τους προηγούμενους τίτλους της σειράς, αφού πλέον ο Jim κινείται και πυροβολεί σαν ένας τυπικός ήρωας ενός 3rd person shooter, αν όχι λίγο πιο αργός από τους «συναδέρφους» του (με το χαρακτηριστικό αργό sprint το οποίο έχει γίνει κάτι σαν σήμα κατατεθέν της σειράς).
Τους μηχανισμούς αυτούς έρχεται να συμπληρώσει και ένα βασικό σύστημα cover το οποίο δε χρησιμεύει παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του campaign, ενώ τα όπλα που ο πρωταγωνιστής μας έχει στη διάθεσή του δε θα προκαλέσουν απολύτως καμία έκπληξη ούτε σαν ποικιλία, ούτε σαν αίσθηση. Οι εχθροί που θα αντιμετωπίσουμε κατά κύριο λόγο αποτελούνται από τα akrid, τη πανίδα του πλανήτη, με τη μικρή γκάμα διαφορετικών τύπων να κάνει τα shooting κομμάτια γρήγορα βαρετά και διαδικαστικά.
Η ομάδα ανάπτυξης προσπάθησε να «αλλάξει» λίγο τα πράγματα, εισάγοντας ορισμένα σημεία που θυμίζουν περισσότερο survival horror και δανείζονται πολλά στοιχεία από το Dead Space, ενώ οι επιρροές του τίτλου της Visceral Games είναι εμφανείς και σε πολλά άλλα σημεία, όπως το HUD και η στολή του Jim. Δυστυχώς, η προσπάθεια αυτή δεν καταφέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα αφήνοντας την αίσθηση της φτωχής αντιγραφής, ενώ η κατάσταση δε σώζεται ούτε και από τα boss battles, τα οποία δεν ξεφεύγουν από την ακολουθία ενός συγκεκριμένου μοτίβου που εν τέλει συνοψίζεται στην αποφυγή και την στόχευση στα «σημεία που φωτίζουν». Ένα ακόμη στοιχείο που η Spark Unlimited προσπάθησε να προσθέσει, καθιστώντας το μάλιστα και αρκετά σημαντικό κομμάτι του gameplay, είναι το Rig. Αυτό είναι το δίποδο mech που φροντίζει να προστατεύει τον Jim κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών του στα αφιλόξενα, παγωμένα εδάφη του E.D.N. III., χωρίς όμως να διαθέτει οπλισμό, αφού η βασική του λειτουργία είναι η εξόρυξη. Το Rig, όπως και ο εξοπλισμός του Jim, μπορούν να αναβαθμιστούν με τα κατάλληλα κομμάτια, ενώ η προσθήκη του σε ορισμένα boss fights, αν και δίνει μια ενδιαφέρουσα οπτική, μετατρέπει τη μάχη σε ένα qte, αφαιρώντας τον όποιο παράγοντα «πρόκληση».
Όσοι φτάσουν μέχρι τέλους στην περιπέτεια του Jim Peyton, ή αποφασίσουν πως χρειάζονται λίγο… ανταγωνισμό, μπορούν να δοκιμάσουν τις ικανότητες τους στο multiplayer κομμάτι. Εδώ ο τίτλος αλλάζει «πρόσωπο» και ενώ μπορεί σε γενικές γραμμές να προσφέρει την τυπική 3rd person shooter εμπειρία, υπάρχουν στοιχεία που θα κερδίσουν τον ενδιαφέρον των παικτών. Πέραν τον κλασσικών modes όπως το Team Deathmatch, τα modes με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ηCapture The Flag εκδοχή του τίτλου όπου το ρόλο της σημαίας αναλαμβάνει ένα τέρας, καθώς και το Akrid Survival, στο οποίο οι δύο ομάδες πολεμούν waves από Akrid και στη συνέχεια μεταξύ τους για τον έλεγχο ενός σημείου. Το σύστημα progression επιτρέπει την παραμετροποίηση, χωρίς όμως να «δένει» με ένα συγκεκριμένο class, αφήνοντας τους παίκτες να επικεντρωθούν στο ρόλο που αυτοί θέλουν ή να δημιουργήσουν ένα πιο ευέλικτο χαρακτήρα.
Για την ανάπτυξη του τίτλου, η Spark Unlimited άφησε πίσω της τη μηχανή γραφικών MT Framework 2.0 και χρησιμοποίησε την Unreal Engine 3, η οποία όμως δεν αξιοποιείται στο μέγιστο των δυνατοτήτων της. Το συνολικό αποτέλεσμα δίνει την εντύπωση πως η ομάδα ανάπτυξης θα μπορούσε να πετύχει πολύ περισσότερα, αφού τα textures και τα πολλά bugs φανερώνουν ακριβώς αυτό. Από την άλλη, ο ηχητικός τομέας του τίτλου κυμαίνεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, με όμορφα κομμάτια που συνοδεύουν τη δράση και πολύ καλό voice over των περισσότερων χαρακτήρων, με αποκορύφωμα αυτό του Jim Peyton, που πραγματικά ξεχωρίζει. Για την ακρίβεια, η ερμηνεία των χαρακτήρων είναι αυτή που αρκετές φορές θα δώσει το ενδιαφέρον για τη συνέχεια, συμβάλλοντας τα μέγιστα στα πρώτα βήματα, όπου η εξέλιξη της ιστορίας είναι ιδιαίτερα αργή.
Συγκρίνοντας το Lost Planet 3 με τους προηγούμενους τίτλους της σειράς, είναι εύκολο κανείς να διακρίνει την κατεύθυνση που ήθελε να ακολουθήσει η Spark Unlimited όσον αφορά τη συνέχεια της σειράς. Η εστίαση βρίσκεται αδιαμφισβήτητα στο single-player κομμάτι και την αφήγηση - και σε έναν μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει, ακόμη και αν αργεί αρκετά να φτάσει «στην ουσία». Η επιρροές από άλλους τίτλους ή ακόμα και ταινίες είναι εμφανείς, άλλες φορές λειτουργώντας θετικά, άλλες φορές πάλι όχι. Το πρόβλημα είναι ότι στη πορεία αυτή, η σειρά χάνει ένα μέρος από τη ταυτότητά της. Το Lost Planet 3 είναι ένας τίτλος που δε μπορεί να χαρακτηριστεί κακός, ούτε όμως μπορεί να προσφέρει κάτι ουσιαστικά διαφορετικό σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί του. Με λίγη περισσότερη προσοχή, θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά για τη σειρά. Δεδομένης της επιμονής της Capcom, ίσως στον επόμενο τίτλο δούμε κάτι τέτοιο.
πηγή : Κωνσταντίνος Καλκάνης by enternity.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου