Η αγορά των first person shooter games βρίθει ποικιλίας και επιλογών για τους παίκτες και ηGuerilla έχει καταφέρει να κάνει γερό μπάσιμο με τη σειρά Killzone που αποτελεί αποκλειστικότητα των συστημάτων PlayStation. Έχοντας περάσει από αρκετά από αυτά τα τελευταία χρόνια δε θα μπορούσε να κάνει το πέρασμά της και από το PlayStation 4, καθώς αποτέλεσε και πυλώνα της παρουσίασης των δυνατοτήτων της νέας κονσόλας τους τελευταίους μήνες και από τη στιγμή που η Sony αποκάλυψε τα πρώτα στοιχεία για το σύστημα στο ειδικό event που έγινε στη Νέα Υόρκη. Παρόλες τις διακυμάνσεις που έχει περάσει το franchise, η ιαπωνική εταιρεία συνεχίζει να εμπιστεύεται τυφλά την Guerilla και έτσι φτάνουμε στο τέλος του 2013, στο λανσάρισμα του PlayStation 4, αλλά όχι στο Killzone 4. Κυρίες και κύριοι, υποδεχτείτε το Killzone: Shadow Fall.
Ο νέος τίτλος της σειράς δεν έχει σε καμία των περιπτώσεων την αξίωση να θεωρηθεί το τέταρτο μέρος της σειράς, αλλά ουσιαστικά βγάζει τους πάντες από τη δύσκολη θέση να ισχυριστούν ότι στο πρώτο κύμα τίτλων βρίσκεται η καλύτερή τους πρόταση για τα first person shooter games. Το Killzone: Shadow Fall είναι η πρώτη απόπειρα των δύο πλευρών να προσφέρουν ένα ΑΑΑ game της κατηγορίας, εκμεταλλευόμενες σε πρώτη φάση τις εξαιρετικές δυνατότητες απεικόνισης του συστήματος, αλλά και την τεχνογνωσία της ομάδας ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα είναι ένα πανέμορφο fps σε ανάλυση 1080p και 30 καρέ στο single player campaign, με τη συνοδεία του απαραίτητου multiplayer, το οποίο μάλιστα προσφέρει ακόμη καλύτερη οπτική απόδοση, αφού ο ρυθμός ανανέωσης των καρέ ανεβαίνει (σε αυτό το mode και μόνο) στα 60 (καρέ).
Τα γεγονότα του τίτλου λαμβάνουν χώρα στο 2370, αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα του Killzone 3. Ο πλανήτης Helghan έχει καταστραφεί και όσοι κατάφεραν να επιζήσουν αναζητούν στέγη (με την άδεια της ISA) στον αντίστοιχο των Vektans. Οι πρώτες αποικίες κάνουν την εμφάνισή τους στο μισό τμήμα του πλανήτη, το οποίο χωρίζεται από το δεύτερο μέρος που έχει την ονομασία «New Helghan» με ένα μεγάλο τείχος, γνωστό και ως «The Wall». Vektans και Helghast ζουν σε ηρεμία, ωστόσο η έχθρα ανάμεσα στις δύο πλευρές υποβόσκει και ανά πάσα χρονική στιγμή μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Η Guerilla δεν έχει δώσει και τα καλύτερα δείγματα όσον αφορά στο σενάριο των τίτλων της σειράς, ωστόσο αυτή η κατάσταση που θυμίζει… διχασμένο Βερολίνο και η απροθυμία της να δείξει ως καλή ή κακή τη μία από τις δύο πλευρές βοηθούν έντονα στο να προσπεράσει ο παίκτης αυτές τις λεπτομέρειες και να μπει στη μάχη.
Ο παίκτης θα αναλάβει το ρόλο του Lucas Kellan, ενός παιδιού που προσπαθεί με τον πατέρα του Michael να διασχίσει το τείχος, αλλά πέφτει πάνω σε περιπολία και νωρίς νωρίς μένει μόνο του. Ο γιος αναλαμβάνει να συνεχίσει την πορεία του και βρίσκεται στο επίκεντρο των γεγονότων που μπορούν να τινάξουν τη συγκατοίκηση των δύο λαών στον αέρα. Όσο προχωράει η δράση, ο παίκτης θα έρχεται μπροστά σε ολοένα και περισσότερα ιστορικά δεδομένα που μεταφέρονται ως audio files από το ηχείο του DualShock 4, ωστόσο σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το σενάριο καταφέρνει να κλέψει έστω και για λίγο το νου μας από τη δράση. Αυτό είναι ίσως μία από τις προκλήσεις που έχει απέναντί της η Guerilla για τη συνέχεια της σειράς.
Οι σκληροπυρηνικοί μηχανισμοί shooting έχουν παραμείνει σταθεροί με σημαντικές βελτιώσεις στηνκίνηση, στη στόχευση και στο ρυθμό. Αρκετά νέα και ανασχεδιασμένα όπλα και εκρηκτικές ύλες κάνουν την εμφάνισή τους και προσφέρονται στον παίκτη που πλέον έχει και ένα εξαιρετικό χειριστήριο (το DualShock 4) στα χέρια του για να τα βγάλει πέρα. Η ταχύτητα της δράσης είναι μεν μεγαλύτερη, ωστόσο αυτό ήταν απαραίτητο μιας και πλέον έχουμε ξεφύγει από τη λογική των πυροβολισμών σε προκαθορισμένες διαδρομές και βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλους και ανοιχτούς χάρτες, με τους εχθρούς να έχουν δυνατότητα εμφάνισης από κάθε πιθανό σημείο. Το ΑΙ των αντιπάλων κινείται στα κλασικά μέτρια επίπεδα, προσφέροντας τις περισσότερες φορές δυνατότητα για stealth προσέγγιση είτε έχουμε να κάνουμε με έναν, είτε με περισσότερους αντιπάλους.
Στη διάθεση του παίκτη πέραν των όπλων βρίσκεται και το OWL. Ο λόγος για ένα ειδικό drone που χάρη στη δομή του κόσμου μπορεί να κινηθεί πιο άνετα και να δώσει χείρα βοηθείας. Με το γλίστρημα του χεριού στο trackpad του χειριστηρίου, το OWL μπορεί (κατόπιν εντολής με το πλήκτρο L1) να επιτεθεί σε εχθρούς (και να τους εξοντώσει), να δημιουργήσει ασπίδα με τη λογική της bubble shield της σειράς Halo, να αναισθητοποιήσει αντιπάλους, αλλά και να κάνει hack υπολογιστές που θα αποτρέψουν περαιτέρω εχθρικές μονάδες να ειδοποιηθούν για την παρουσία του παίκτη στο χώρο. Τέλος, μπορεί να λειτουργήσει και ως βάση για grappling hook, επιτρέποντας στον κεντρικό χαρακτήρα να κινηθεί όσο πιο άμεσα γίνεται από ένα σημείο του επιπέδου σε ένα άλλο, αρκεί να βρίσκεται μέσα στην εμβέλεια του σχετικού σύρματος. Όσο προχωράει ο παίκτης προς το τέλος της κεντρικής καμπάνιας πάντως, ο δείκτης χρησιμότητας του OWL πέφτει αισθητά.
Το κεντρικό μέρος της ιστορίας διαρκεί περί τις 8 ώρες και είναι γεγονός ότι όσο τα γεγονότα προχωρούν, η Guerilla δείχνει να ακολούθησε πιο κλασική λογική που φέρει στενότερα περάσματα, εχθρούς που απλά έρχονται προς το μέρος μας για να εξοντωθούν και τμήματα που σίγουρα διαφέρουν αρκετά από το πρώτο μισό μέρος του τίτλου. Την κατάσταση έρχεται να σώσει (όπως συμβαίνει άλλωστε στην πλειοψηφία των first person shooters της τελευταίας 5ετίας τουλάχιστον) τοmultiplayer. Εδώ οι παίκτες θα συναντήσουν ένα πακέτο 10 μεγάλων χαρτών με αρκετά modes(Classic Warzone, 24 Player Deathmatch, Team Tactical Combat, New Recruits, Elite Team Survival) και τρία classes (Assault, Scout και Support), τα οποία μπορούν να προσφέρουν στους πιο ικανούς παίκτες τη δυνατότητα να βελτιώσουν τα στατιστικά και τις δυνατότητές τους στη μάχη.
Είναι δε τόσο έκδηλο το ότι οι πιο ικανοί θα ανταμειφθούν, αφού οι ομάδες παραμένουν σταθερές στα διάφορα game modes και με αυτό τον τρόπο καταφέρνουν να ξεχωρίσουν οι πιο ικανοί. Οι παίκτες μπορούν να δημιουργήσουν και τα δικά τους Warzones με όποια δυνατή παράμετρο επιθυμούν, ενώ θα πρέπει να κρατάμε και στο μυαλό τις υποσχέσεις της ομάδας ανάπτυξης για συχνή εμφάνιση νέων χαρτών που θα εμπλουτίζουν το online community και θα δίνουν στους παίκτες πάντα κάτι «φρέσκο» για να ασχοληθούν. O τεχνικός τομέας είναι το Α και το Ω της νέας παραγωγής και σίγουρα η Guerilla είχε πρώτα απ’ όλα στο πλάνο να δείξει στους πιθανούς αγοραστές του PlayStation 4 τι μπορεί να κάνει το σύστημα της Sony από την πρώτη ώρα κυκλοφορίας του. Η ανάλυση όπως είπαμε, διατηρείται σε ανάλυση 1080p με τα καρέ να κυμαίνονται στα 30 στο single player και στα 60 στο multiplayer.
H Umbra3 engine τα καταφέρνει εξαιρετικά και το τελικό αποτέλεσμα έρχεται με ελάχιστο aliasing, υψηλής ανάλυσης textures, πλούσια particle effects και μοναδικά εφέ φωτισμού που «πουσάρονται» όσο δεν πάει σε αρκετά σημεία του τίτλου. Το κερασάκι στην τούρτα της απεικόνισης είναι το draw distance που καταφέρνει να δώσει στον παίκτη την αίσθηση του πολύ μεγάλου «βάθους» των επιπέδων, αλλά και ο πολυκάναλος ήχος που με ένα καλό ηχοσύστημα θα φέρει τον πόλεμο… στη γειτονιά σας! Μικροπροβλήματα συναντώνται κυρίως στον τομέα του voice acting, των physics και του animation, αλλά σίγουρα δεν είναι τόσα που να χαλάσουν την εμπειρία. Ίσως την εικόνα που έχει ο παίκτης προς στιγμή και μόνο.
Συνολικά, το Killzone: Shadow Fall θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως… ιδανικός τίτλος λανσαρίσματος, αφού καταφέρνει από τη μία να προσφέρει στο κοινό αυτό που επιζητούσε σε επίπεδο ανάλυσης (1080p) και πιο «καθαρών» γραφικών που αποδίδουν το πολεμικό σκηνικό με τον καλύτερο τρόπο, αλλά από την άλλη έρχεται με απουσίες και ελλείψεις που θα δώσουν στην Guerilla την ευκαιρία να ετοιμάσει με τον καλύτερο τρόπο το Killzone 4. Σε καμία των περιπτώσεων το game δεν απογοητεύει, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι είναι αυτό που θα περιμέναμε μετά από τόσους τίτλους της σειράς και μετά από τα όσα λάθη συνεχίζει να επαναλαμβάνει η ολλανδική ομάδα ανάπτυξης.
πηγή: enternity.gr
Ο νέος τίτλος της σειράς δεν έχει σε καμία των περιπτώσεων την αξίωση να θεωρηθεί το τέταρτο μέρος της σειράς, αλλά ουσιαστικά βγάζει τους πάντες από τη δύσκολη θέση να ισχυριστούν ότι στο πρώτο κύμα τίτλων βρίσκεται η καλύτερή τους πρόταση για τα first person shooter games. Το Killzone: Shadow Fall είναι η πρώτη απόπειρα των δύο πλευρών να προσφέρουν ένα ΑΑΑ game της κατηγορίας, εκμεταλλευόμενες σε πρώτη φάση τις εξαιρετικές δυνατότητες απεικόνισης του συστήματος, αλλά και την τεχνογνωσία της ομάδας ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα είναι ένα πανέμορφο fps σε ανάλυση 1080p και 30 καρέ στο single player campaign, με τη συνοδεία του απαραίτητου multiplayer, το οποίο μάλιστα προσφέρει ακόμη καλύτερη οπτική απόδοση, αφού ο ρυθμός ανανέωσης των καρέ ανεβαίνει (σε αυτό το mode και μόνο) στα 60 (καρέ).
Τα γεγονότα του τίτλου λαμβάνουν χώρα στο 2370, αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα του Killzone 3. Ο πλανήτης Helghan έχει καταστραφεί και όσοι κατάφεραν να επιζήσουν αναζητούν στέγη (με την άδεια της ISA) στον αντίστοιχο των Vektans. Οι πρώτες αποικίες κάνουν την εμφάνισή τους στο μισό τμήμα του πλανήτη, το οποίο χωρίζεται από το δεύτερο μέρος που έχει την ονομασία «New Helghan» με ένα μεγάλο τείχος, γνωστό και ως «The Wall». Vektans και Helghast ζουν σε ηρεμία, ωστόσο η έχθρα ανάμεσα στις δύο πλευρές υποβόσκει και ανά πάσα χρονική στιγμή μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Η Guerilla δεν έχει δώσει και τα καλύτερα δείγματα όσον αφορά στο σενάριο των τίτλων της σειράς, ωστόσο αυτή η κατάσταση που θυμίζει… διχασμένο Βερολίνο και η απροθυμία της να δείξει ως καλή ή κακή τη μία από τις δύο πλευρές βοηθούν έντονα στο να προσπεράσει ο παίκτης αυτές τις λεπτομέρειες και να μπει στη μάχη.
Ο παίκτης θα αναλάβει το ρόλο του Lucas Kellan, ενός παιδιού που προσπαθεί με τον πατέρα του Michael να διασχίσει το τείχος, αλλά πέφτει πάνω σε περιπολία και νωρίς νωρίς μένει μόνο του. Ο γιος αναλαμβάνει να συνεχίσει την πορεία του και βρίσκεται στο επίκεντρο των γεγονότων που μπορούν να τινάξουν τη συγκατοίκηση των δύο λαών στον αέρα. Όσο προχωράει η δράση, ο παίκτης θα έρχεται μπροστά σε ολοένα και περισσότερα ιστορικά δεδομένα που μεταφέρονται ως audio files από το ηχείο του DualShock 4, ωστόσο σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το σενάριο καταφέρνει να κλέψει έστω και για λίγο το νου μας από τη δράση. Αυτό είναι ίσως μία από τις προκλήσεις που έχει απέναντί της η Guerilla για τη συνέχεια της σειράς.
Οι σκληροπυρηνικοί μηχανισμοί shooting έχουν παραμείνει σταθεροί με σημαντικές βελτιώσεις στηνκίνηση, στη στόχευση και στο ρυθμό. Αρκετά νέα και ανασχεδιασμένα όπλα και εκρηκτικές ύλες κάνουν την εμφάνισή τους και προσφέρονται στον παίκτη που πλέον έχει και ένα εξαιρετικό χειριστήριο (το DualShock 4) στα χέρια του για να τα βγάλει πέρα. Η ταχύτητα της δράσης είναι μεν μεγαλύτερη, ωστόσο αυτό ήταν απαραίτητο μιας και πλέον έχουμε ξεφύγει από τη λογική των πυροβολισμών σε προκαθορισμένες διαδρομές και βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλους και ανοιχτούς χάρτες, με τους εχθρούς να έχουν δυνατότητα εμφάνισης από κάθε πιθανό σημείο. Το ΑΙ των αντιπάλων κινείται στα κλασικά μέτρια επίπεδα, προσφέροντας τις περισσότερες φορές δυνατότητα για stealth προσέγγιση είτε έχουμε να κάνουμε με έναν, είτε με περισσότερους αντιπάλους.
Στη διάθεση του παίκτη πέραν των όπλων βρίσκεται και το OWL. Ο λόγος για ένα ειδικό drone που χάρη στη δομή του κόσμου μπορεί να κινηθεί πιο άνετα και να δώσει χείρα βοηθείας. Με το γλίστρημα του χεριού στο trackpad του χειριστηρίου, το OWL μπορεί (κατόπιν εντολής με το πλήκτρο L1) να επιτεθεί σε εχθρούς (και να τους εξοντώσει), να δημιουργήσει ασπίδα με τη λογική της bubble shield της σειράς Halo, να αναισθητοποιήσει αντιπάλους, αλλά και να κάνει hack υπολογιστές που θα αποτρέψουν περαιτέρω εχθρικές μονάδες να ειδοποιηθούν για την παρουσία του παίκτη στο χώρο. Τέλος, μπορεί να λειτουργήσει και ως βάση για grappling hook, επιτρέποντας στον κεντρικό χαρακτήρα να κινηθεί όσο πιο άμεσα γίνεται από ένα σημείο του επιπέδου σε ένα άλλο, αρκεί να βρίσκεται μέσα στην εμβέλεια του σχετικού σύρματος. Όσο προχωράει ο παίκτης προς το τέλος της κεντρικής καμπάνιας πάντως, ο δείκτης χρησιμότητας του OWL πέφτει αισθητά.
Το κεντρικό μέρος της ιστορίας διαρκεί περί τις 8 ώρες και είναι γεγονός ότι όσο τα γεγονότα προχωρούν, η Guerilla δείχνει να ακολούθησε πιο κλασική λογική που φέρει στενότερα περάσματα, εχθρούς που απλά έρχονται προς το μέρος μας για να εξοντωθούν και τμήματα που σίγουρα διαφέρουν αρκετά από το πρώτο μισό μέρος του τίτλου. Την κατάσταση έρχεται να σώσει (όπως συμβαίνει άλλωστε στην πλειοψηφία των first person shooters της τελευταίας 5ετίας τουλάχιστον) τοmultiplayer. Εδώ οι παίκτες θα συναντήσουν ένα πακέτο 10 μεγάλων χαρτών με αρκετά modes(Classic Warzone, 24 Player Deathmatch, Team Tactical Combat, New Recruits, Elite Team Survival) και τρία classes (Assault, Scout και Support), τα οποία μπορούν να προσφέρουν στους πιο ικανούς παίκτες τη δυνατότητα να βελτιώσουν τα στατιστικά και τις δυνατότητές τους στη μάχη.
Είναι δε τόσο έκδηλο το ότι οι πιο ικανοί θα ανταμειφθούν, αφού οι ομάδες παραμένουν σταθερές στα διάφορα game modes και με αυτό τον τρόπο καταφέρνουν να ξεχωρίσουν οι πιο ικανοί. Οι παίκτες μπορούν να δημιουργήσουν και τα δικά τους Warzones με όποια δυνατή παράμετρο επιθυμούν, ενώ θα πρέπει να κρατάμε και στο μυαλό τις υποσχέσεις της ομάδας ανάπτυξης για συχνή εμφάνιση νέων χαρτών που θα εμπλουτίζουν το online community και θα δίνουν στους παίκτες πάντα κάτι «φρέσκο» για να ασχοληθούν. O τεχνικός τομέας είναι το Α και το Ω της νέας παραγωγής και σίγουρα η Guerilla είχε πρώτα απ’ όλα στο πλάνο να δείξει στους πιθανούς αγοραστές του PlayStation 4 τι μπορεί να κάνει το σύστημα της Sony από την πρώτη ώρα κυκλοφορίας του. Η ανάλυση όπως είπαμε, διατηρείται σε ανάλυση 1080p με τα καρέ να κυμαίνονται στα 30 στο single player και στα 60 στο multiplayer.
H Umbra3 engine τα καταφέρνει εξαιρετικά και το τελικό αποτέλεσμα έρχεται με ελάχιστο aliasing, υψηλής ανάλυσης textures, πλούσια particle effects και μοναδικά εφέ φωτισμού που «πουσάρονται» όσο δεν πάει σε αρκετά σημεία του τίτλου. Το κερασάκι στην τούρτα της απεικόνισης είναι το draw distance που καταφέρνει να δώσει στον παίκτη την αίσθηση του πολύ μεγάλου «βάθους» των επιπέδων, αλλά και ο πολυκάναλος ήχος που με ένα καλό ηχοσύστημα θα φέρει τον πόλεμο… στη γειτονιά σας! Μικροπροβλήματα συναντώνται κυρίως στον τομέα του voice acting, των physics και του animation, αλλά σίγουρα δεν είναι τόσα που να χαλάσουν την εμπειρία. Ίσως την εικόνα που έχει ο παίκτης προς στιγμή και μόνο.
Συνολικά, το Killzone: Shadow Fall θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως… ιδανικός τίτλος λανσαρίσματος, αφού καταφέρνει από τη μία να προσφέρει στο κοινό αυτό που επιζητούσε σε επίπεδο ανάλυσης (1080p) και πιο «καθαρών» γραφικών που αποδίδουν το πολεμικό σκηνικό με τον καλύτερο τρόπο, αλλά από την άλλη έρχεται με απουσίες και ελλείψεις που θα δώσουν στην Guerilla την ευκαιρία να ετοιμάσει με τον καλύτερο τρόπο το Killzone 4. Σε καμία των περιπτώσεων το game δεν απογοητεύει, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι είναι αυτό που θα περιμέναμε μετά από τόσους τίτλους της σειράς και μετά από τα όσα λάθη συνεχίζει να επαναλαμβάνει η ολλανδική ομάδα ανάπτυξης.
πηγή: enternity.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου